Πέμπτη 5 Φεβρουαρίου 2009

μα πόση μίζα δίνει ένα πάρκινγκ;

Το πάρκο στη συμβολή των οδών Πατησίων και Κύπρου, είναι ένας από τους ελάχιστους δημόσιους πράσινους χώρους που έχουν απομείνει στα πατήσια και στην κυψέλη. Οι εργολάβοι της ΔΟΜΟΤΕΚΑ και ο άγρια μιζαρισμένος δήμαρχος Κακλαμάνης το προορίζουν για πάρκινγκ. Πλην όμως έχει χαρακτηριστεί ως δασική έκταση. Τα ξημερώματα της Δευτέρας 26/1 μπουλντόζες του Δήμου Αθηνών ξερίζωσαν 44 δέντρα (μερικά εκ των οποίων αιωνόβια ηλικίας πάνω από 100 ετών) στο πάρκο Κύπρου και Πατησίων. Μετά από δυναμική παρέμβαση των κατοίκων άφησαν το καταστροφικό τους έργο στη μέση, γεμίζοντας το πάρκο με κουφάρια δέντρων. Τη θέση τους πήραν 7 διμοιρίες των ΜΑΤ οι οποίες και επιτέθηκαν στους κατοίκους ψεκαζοντάς τους με χημικά, με αποτέλεσμα, την παροδική απωθησή τους από το χώρο. Η πλατεία επανακαταλήφθηκε λίγο αργότερα από τους κατοίκους, οι οποίοι και τη δεντροφύτευσαν εκ νέου και ξεκίνησαν καθημερινές ανοικτές συνελεύσεις, εκεί, με σκοπό την επαναλειτουργία του χώρου ως πάρκο.

Τα ξημερώματα της Tετάρτης, 28/1 υπάλληλοι του δήμου σε συνεργασία με μέλη της ναζιστικής οργάνωσης Χρυσή Αυγή, επιτέθηκαν στους κατοίκους, στέλνοντας 2 από αυτούς στο νοσοκομείο και οι μπουλντόζες του δήμου ισοπέδωσαν ό,τι είχε μείνει από το πάρκο, μαζί και τα νεογνά δεντράκια που είχαν βάλει οι κάτοικοι.

Τη δευτέρα, 2/02, στη συγκέντρωση διαμαρτυρίας έξω από το δημαρχείο, η αστυνομία, καθ΄εντολή του δημάρχου, βομβάρδισε τους παρευρισκόμενους με χειροβομβίδες κρότου λάμψης νέου τύπου, με αποτέλεσμα σοβαρά εγκαύματα, τραυματισμούς, μόνιμες βλάβες στην όραση και την ακοή και απώλεια κινητικότητας δαχτύλων σε πολλούς εκ των συμμετέχοντων.

ΕΚΔΙΚΗΣΗ

Η οργανωμένη λεηλασία ενός από τους τελευταίους δημόσιους χώρους της περιοχής και η συνεργασία εργολάβων-δήμου-παρακράτους αποτελεί casus belli. Σ΄αυτό τον πόλεμο ενάντια στην ανθρωπότητα, που έχει κηρύξει το εμπόρευμα και το κράτος, δε μπορεί παρά να συμμετέχουμε όλοι. Για τις λεηλατημένες μας ζωές, τον εγκλεισμό μας στο τσιμέντο. Για την πάρνηθα, που έκαψαν και λεηλατούν, για το φιλοπάππου, που περιφράζουν και σχεδιάζουν να εκμεταλλευτούν οικονομικά. Για το λόφο της αλεπότρυπας, τον ελαιώνα, το πεδίο του άρεως. Για όλους τους χώρους που έκλεψαν από εμάς και προσέφεραν στο εμπόρευμα, για όλα τα δέντρα που έκαψαν ή ξερίζωσαν, για όλους τους ανθρώπους που χτυπιούνται και τραυματίζονται, για κάθε στιγμή της ζωής που μας κλέβουν. Οι ίδιοι αδίστακτοι πολιτικοί, τα ίδια βρωμερά καθάρματα. Έφτασε η ώρα να απαντήσουμε, δεν πάει άλλο.

Όλοι στους δρόμους. Άμεση επίθεση στη μαφία του δήμου και τα καθάρματα των ΜΑΤ.

Σάββατο 6 Δεκεμβρίου 2008

Παρασκευή 5 Δεκεμβρίου 2008

ΣΤΕΙΡΩΜΕΝΑ ΖΩΑ – ΑΠΟΣΤΕΙΡΩΜΕΝΗ ΖΩΗ


καντε κλικ εδω για να το διαβασετε σε htm μορφη

Τα τελευταία χρόνια επιχειρείται, τόσο στην πόλη της αθήνας αλλά και στις υπόλοιπες της ελλάδος, ένα εξαιρετικά φιλόδοξο εγχείρημα. Αυτό της μαζικής εξόντωσης –θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε και τον όρο γενοκτονία- όλων των σκυλιών και γατιών, αδέσποτων ή μη, μη-ελεγχόμενης γενετικής προέλευσης. Το εγχείρημα στοχεύει σε πόλεις καθαρές από ελεύθερα ζώα –επι του παρόντος σκυλιά και γατιά- αλλά και στην εξάλειψη της πιθανότητας ύπαρξης άλλων τέτοιων ζώων. Μέσω της εξασφάλισης ότι όλα ανεξαιρέτως τα οικόσιτα ζώα θα προέρχονται από ειδικά ελεγχόμενες μονάδες αναπαραγωγής.

Έχει ενδιαφέρον να παρακολουθήσουμε την πρόσφατη ιστορική διαδρομή του εν λόγω εγχειρήματος μέχρι την παρούσα τελική –και αποτρόπαια- μορφή. Στα τέλη της της προηγούμενης δεκαετίας έγιναν προσπάθειες να περάσει ένα νομοσχέδιο που προέβλεπε, ανάμεσα σε άλλα, την αιχμαλωσία όλων των αδέσποτων ζώων, τη θανάτωση όσων κρίνονταν επικίνδυνα κατά τη σύλληψη –λες και υπάρχει περίπτωση ένα ζώο να μην αντισταθεί κατά τη συλληψή του- και τον εγκλεισμό των υπολοίπων στα πάλαι ποτέ μπουντρούμια των φιλοζωικών και άλλων ευαγών ιδρυμάτων, μέχρι την υιοθεσία τους ή τη θανατωσή τους. Μετά από τις –αναμενόμενες;- αντιδράσεις επακολούθησε σιωπή και σπασμωδικές προσπάθειες αντιστροφής του κλίματος, όπως οι –μονίμως άδειες- ταίστρες του δήμ(ι)ου αθηναίων[1]. Στο διάστημα που μεσολάβησε μέχρι το 2003 μεθοδεύτηκε προφανώς μια πολύ πιο συνολική αντιμετώπιση του προβλήματος της ελεύθερης ζωής. Ο νόμος 3170 του 2003 προβλέπει στείρωση όλων των αδέσποτων και όχι θανατωσή τους. Παράλληλα, επιβάλλει την τοποθέτηση τσιπ παρακολούθησης σε όλα τα οικόσιτα ζώα και απαγορεύει την κυκλοφορία ζώων χωρίς συνοδό.

Ο εν λόγω νόμος είχε μερικά σαφή πλεονεκτήματα. Αρχικά αντικατέστησε την απαρχαιωμένη βάρβαρη μέθοδο της θανατικής ποινής με την πιο μοντέρνα και –παρόλη τη φρίκη του άουσβιτς- πιο συναινετική μέθοδο της παλιάς ευγονικής[2]. Κατά δεύτερο λόγο εξασφάλισε τη συναίνεση όλου του συρφετού των επίσημων φιλοζωικών οργανώσεων, αριστερών δημοσιογράφων και των κτηνιάτρων –και όχι μόνο μέσω της άμεσης υπόσχεσης χρήματος από τις τοποθετήσεις τσιπ και τους ευνουχισμούς- οι οποίοι και ανέλαβαν όλη την προπαγάνδα της παλιάς ευγονικής. Και κυρίως με βασικό όπλο του τους ίδιους τους «φιλόζωους» μπορεί πλέον να ελπίζει στη διασπορά του ελέγχου σε όλα ανεξαιρέτως τα ζώα συντροφιάς. Το τσεκούρι του δήμιου δηλαδή αντικαταστάθηκε έντεχνα με το πανόπτικον.

Έτσι, σα να μη μας δίδαξε τίποτε ο 2ος παγκόσμιος πόλεμος, οι φιλοζωικές και οι διάφοροι αιμοσταγείς κτηνίατροι αναλαμβάνουν -ιδίοις χρήμασι;- να μας ενημερώσουν για τα πλεονεκτήματα του ευνουχισμού όχι μόνο για τα αδέσποτα ζώα, αλλά και για τα ίδια τα οικόσιτα ζώα. Έτσι ώστε συντόμως ο καθένας που θέλει να συγκατοικήσει με ένα ζώο να είναι υποχρεωμένος να το αγοράσει από κάποιο ελεγχόμενο σημείο πώλησης (αφού η αναπαραγωγή τους θα επιτρέπεται μόνο στα πλαίσια της παραγωγής, σε ειδικά κέντρα) και επιπρόσθετα το ζώο του να περιορίζεται πλήρως στα στεγανά του ρόλου του, αυτού της συντροφιάς. Στείρο, ελεγμένο, τσιπαρισμένο και πειθήνιο. Πλήρως υποβιβασμένο σε ένα ακόμη εμπόρευμα. Η ιδανική συντροφιά.

Ήδη σε πολλές πολιτείες της β.αμερικής όλα τα ζώα (αδέσποτα δεν υπάρχουν άλλωστε σχεδόν καθόλου) ακρωτηριάζονται δια νόμου από την ηλικία των 6 μηνών, όντας ακόμη σχεδόν μωρά δηλαδή. Το ίδιο ισχύει πρακτικά και σε μεγάλο μέρος της δυτικής κ βόρειας ευρώπης που τα σκυλιά και τα γατιά είναι ως επι το πλείστον προϊόντα αγοραπωλησίας και μόνο και φέρουν όλα τσιπ παρακολούθησης και στερούνται γεννητικών οργάνων – ένας δυσοίωνος συμβολισμός για το άμεσο μέλλον του ανθρώπινου συγκατοικού τους.

Δε μπορεί να διαφύγει της προσοχής μας, η αναπόφευκτη παρομοίωση με τους στείρους μεταλλαγμένους σπόρους της Monsanto που εξαναγκάζουν τον αγρότη τόσο στην αγορά καινούργιων σπόρων κάθε χρονιά, όσο και στην εξαρτησή του από τις πολυεθνικές, αλλά και στην εξάλειψη ντόπιων και παραδοσιακών ποικιλλιών. Καθόλου παράξενο: αφού τόσο οι «φιλόζωοι» όσο και οι γενετιστές των τεράστιων πολυεθνικών τύπου Monsanto, Novartis προπαγανδίζουν το ίδιο ιδεολόγημα της ευγονικής και αμφότεροι δηλώνουν πως κινητρό τους είναι η βελτίωση των συνθηκών ζωής. Μέσω του αφανισμού της.

Αυτή η τελική λύση που προωθείται για τα ζώα της πόλης συμβαδίζει επίσης πλήρως με το ιδεολόγημα του ελέγχου που διέπει τη σχέση ανθρώπου-φυσικού κόσμου. Ιδεολόγημα που αποκαλύφθηκε σε όλη του τη φρίκη στις πρόσφατες καταστροφικές πυρκαγιές του καλοκαιριού του 2007. Τότε αυτό που εκφράστηκε μέσω μεγάλης μερίδας των μμε αλλά και –αναπόφευκτα- διάφορων πληρωμένων ή μη, «ειδικών», ήταν ή άποψη ότι τα δάση καταστρέφονται γιατί δε φροντίζονται. Παρόλο που τα δάση που κάηκαν και καίγονται συχνότερα είναι ακριβώς αυτά που είναι ελεγχόμενα ή στα σχέδια ελέγχου, ενώ αυτά που έχουν παρατηθεί στην ησυχία τους χαίρουν άκρας υγείας, το ιδεολόγημα του ελέγχου, θέλει το φυσικό κόσμο να καταρρέει κάτω από το βάρος της ίδιας του της φύσης με μόνη διέξοδο σωτηρίας την ανθρώπινη παρέμβαση. Απο την αραίωση των δασών της καλιφόρνια, μέχρι την αντικατάσταση του πεύκου με ξενόφερτα είδη, όλα τα σχέδια σωτηρίας προέβλεπαν εξόντωση, έλεγχο και δομική αλλαγή. Κάνοντας κάποιον να αναρωτιέται εύλογα πως και κατάφερε να υπάρχει ζωή τόσα χρόνια πριν την εμφάνιση της επιστήμης γενικά και της βιοτεχνολογίας ειδικά.

Αυτή η προσπάθεια καθολικής κανονικοποίησης της ζωής, απαιτεί την εξόντωση ή την εξημέρωση της άγριας συνθήκης. Ο φυσικός κόσμος καλό είναι να περιορίζεται σε πάρκα, ή περιφραγμένους ελεγχόμενους δρυμούς (ίσως και με είσοδο, όπως δρομολογείται για την προσφάτως καμένη πάρνηθα) και τα ζώα της πόλης αυστηρά περιορισμένα στο ρόλο του οικιακού μπιμπελό. Η άγρια συνθήκη πρέπει να εκριζωθεί, το ζωικό πρέπει να πραγμοποιηθεί (να γίνει δηλαδή προιόν) και να κανονικοποιηθεί. Αυτό είναι το ζητούμενο του ιδεολογήματος του ελέγχου.

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΦΙΛΟΖΩΩΝ

Δεν πρέπει να μας εκπλήσσει ότι σε αναλογία με τα υπουργεία αμύνης (αντί για υπουργεία πολέμου) ή περιβάλλοντος (αντί για λεηλασίας της φύσης) έτσι και η Φιλοζωική Αθηνών π.χ. τελούσε μέχρι και το ΄90 το ρόλο του μπόγια. Αιχμαλώτιζε τα αδέσποτα, τα φυλάκιζε σε άθλιες συνθήκες και τα μετά από 2 μήνες τα σκότωνε. Παράλληλα όμως, έχουν εμφανιστεί δεκάδες άλλες οργανώσεις φιλόζωων που απαρτίζονται από ανθρώπους με ευαισθησίες για τα ζώα. Η εξήγηση για την ενεργή συμμετοχή τους σ΄αυτό το σχέδιο εξόντωσης, θα χρειαστεί μια βαθιά βουτιά στα άδυτα της ανθρώπινης ψυχοπαθολογίας.

Κομβικό σημείο στην ιδεολογική θωράκιση κάθε φιλόζωου (ή φιλάνθρωπου) είναι ο πόνος και η αποφυγή του. Όπως οι ναζί επικαλέστηκαν τη φιλανθρωπία του πολιτισμένου κόσμου για το πρόγραμμα στείρωσης των διανοητικά καθυστερημένων (αφού αυτοί υπέφεραν και βασανιζόντουσαν οι κακόμοιροι) έτσι και οι φιλόζωοι ευελπιστούν ότι το νυστέρι του χασάπη-κτηνίατρου θα τους σώσει από θέαμα των πατημένων ζώων στο δρόμο ή των παρατημένων σε πλαστικές σακκούλες. Πρόκειται για μια πλήρη αναστροφή της λογικής που παράγεται κυρίως απο ίσα ποσά υποκρισίας και αδυναμίας για οποιαδήποτε προσπάθεια αλλαγής. Αντι λοιπόν κάποιος να απαιτήσει εύλογα καλύτερες συνθήκες ζωής για τους διανοητικά καθυστερημένους ή για τα αδέσποτα, θεωρεί τις αιτίες που τους κάνει να δυστυχούν ως φυσικές και αμετάβλητες και προτιμά να τους εξαφανίσει ως συνθήκη, ως ύπαρξη, για να μην πληγώνονται οι ευαισθησίες του.

Παράλληλα υπονοείται ότι η ζωή οφείλει να είναι πλήρως καθαρή από κάθε υποψία πόνου, αίματος, δυστυχίας, πείνας. Μιας ζωής αποστειρωμένης, που δε λερώνει τα χαλιά ούτε ευαίσθητους ψυχισμούς, ενός θανάτου με άλλα λόγια, με ζωικά χαρακτηριστικά. Και δεν είναι τυχαίο που στην υποτιθέμενη δυστυχία (των ομοφυλόφιλων, των τσιγγάνων της Ινδιανάπολις, των διανοητικά καθυστερημένων) στηρίχτηκαν τα περισσότερα μέχρι τώρα σχέδια μαζικής εξόντωσης μέσω ευγονικής.

Επιπρόσθετα, κεντρικό ρόλο στην ψυχολογία πολλών από αυτούς που απαρτίζουν τα φιλο-(ζωικά ή ανθρώπινα) κινήματα είναι η ανάγκη επιβεβαίωσης του ρόλου τους ως σωτήρα. Έτσι, σε πείσμα τόσων και τόσων ζώων που έζησαν και ζουν ευτυχισμένα ελεύθερα στην πόλη, κατασκευάζεται η εικόνα του αδέσποτου με το μονίμως θλιμμένο βλέμα, που λιμοκτονεί και κρυώνει και παρακαλάει τον καθένα να το σπιτώσει (και να το απαλλάξει από τις γενετήσιες ορμές που το τυραννούν). Ούτως η άλλως η ελεύθερη ύπαρξη, κατασυκοφαντείται εδώ και εκατοντάδες χρόνια. Ο ψευδής Χομπεσιανός μύθος για τους μη-πολιτισμένους ανθρώπους που μαστίζονται από τη σπάνη, όντας διαρκώς στα πρόθυρα της λιμοκτονίας, στη φιλοζωία μεταφράζεται σε αποστεωμένα σκυλιά και γάτες που δεν ξεπερνούν τα δυο χρόνια επιβίωσης στους δρόμους.

Αναμφίβολα, η ζωή ενός αδέσποτου σε πολλές περιπτώσεις δεν είναι καθόλου εύκολη. Πέρα από την ούτως ή άλλως περιορισμένη ποσότητα τροφής έχουν να αντιμετωπίσουν και όλους τους ανώμαλους (απλούς ιδιώτες ή έμμισθους δημοτικούς υπαλλήλους) που έχουν ως χόμπυ να γεμίζουν δρόμους και πλατείες με δηλητηριασμένη με φυτοφάρμακο τροφή, ή και όσους έχουν μάθει να θεωρούν τα ζώα και το φυσικό κόσμο, ως πράγμα, ως ένα χαμηλού κόστους προιόν ή αντικείμενο προς εκμετάλλευση και είθισται να παρατάνε τα κουτάβια στα σκουπίδια ή να βασανίζουν μεμονωμένα ζώα. Και βεβαίως τους φιλόζωους, που αντι να προσπαθήσουν να αντισταθούν σ΄όλους τους παραπάνω, προτιμούν να συναινέσουν στην εξαλειψή τους.

Οι φιλόζωοι αγνοούν σκυλιά όπως ο σκάμπυ, ο καραμανλής ή ο κανέλος που έζησαν ευτυχισμένα και ελεύθερα μέχρι και 20 ετών. Όπως επίσης και τα αναρίθμητα οικόσιτα σκυλιά που αγάπησαν το δρόμο και την αλητεία όσο και τους ανθρώπους τους, ή τα αδέσποτα που ενώ τους προσφέρθηκε σπίτι υπερασπίστηκαν –με τα ίδια τους τα δόντια- το δικαιωμά τους στην αλητεία.

Η αγάπη είναι άλλωστε αμφιλεγόμενο συναίσθημα. Και πολύ συχνά αναιρεί την ελευθερία και την πιθανότητα αυτονομίας του αντικειμενού της. Περίπτωση δυστυχώς πολύ συχνή στη φιλοζωία.

ΤΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΑ ΤΩΝ ΦΙΛΟΖΩΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΤΗΝΙΑΤΡΩΝ ΓΙΑ ΤΗ ΣΤΕΙΡΩΣΗ

Ποικίλλουν: από καθαρή βλακεία μέχρι ύπουλη ευγονική προπαγάνδα. Παρακάτω παραθέτω κατά γράμμα, απόψεις που εκφράστηκαν από τον κτηνίατρο Κουκουζέλη και τη διευθύντρια του ΚΠΑΖ (Κέντρου Προστασίας Αδέσποτων Ζώων) Ελεν Γουίν θεωρώντας τες αντιπροσωπευτικές.

-Το σεξ για τα ζώα είναι μόνο ορμονική ανάγκη και όχι ευχαρίστηση.

(Το ίδιο θα μπορούσε να πει κανείς για τους ανθρώπους, ένα μεγάλο μέρος της ευχαρίστησης γενικά προέρχεται από ικανοποίηση ορμονικών και βιολογικών καθαρά αναγκών. Το βλέμμα όσων σκυλιών έχω δει επι τω έργω πάντως, μαρτυρά ανείπωτη ευχαρίστηση.)

-Η στείρωση δεν αποτελεί παρέμβαση στη φύση του ζώου.

(Δεν αξίζει σχολιασμού).

-Η στείρωση δεν κάνει ένα ζώο παχύ ή τεμπέλικο.

(Ανεπαίσχυντο ψέμα. Η συντριπτική πλειοψηφία των ευνουχισμένων ζώων παχαίνουν, χαρακτηρίζονται από μειωμένη επιθυμία για περιπλάνηση και παιχνίδι και από γενική βαρυθυμία. Το ίδιο πάνω κάτω ισχύει και για τους ανθρώπους, οι ευνούχοι ήταν χαρακτηριστικά παχείς, για τους ευνουχισμένους κτηνίατρους δυστυχώς δεν έχουμε επαρκή δεδομένα.)

-Σε 6 χρόνια ένας θηλυκός σκύλος και οι απόγονοί του μπορούν να συντελέσουν στη δημιουργία 67.000 κουταβιών. Σε μόλις 7 χρόνια μια γάτα και τα γατάκια της μπορούν να παραγάγουν 420.000 απογόνους.

(Με άλλα λόγια: θα μας πνίξουν τα ζώα. Κι αναρωτιέται κανείς, πως πολλά ελληνικά νησιά όπου οι γάτες δεν είναι και τόσο υπο διωγμό όπως τα σκυλιά, δεν έχουν πλημμυρίσει εδώ και εκατοντάδες χρόνια από αιλουροειδή. Η βλακεία του άνω επιχειρήματος δεν είναι τόσο στα εξωπραγματικά νούμερα που δίνει, αλλά στο ότι αγνοεί μια βασική περιβαλλοντική αρχή: την προσαρμογή ενός πληθυσμού στους περιορισμούς του περιβάλλοντος. Ένας πληθυσμός δηλαδή αναπτύσσεται όσο του επιτρέπει το περιβάλλον του, τόσο μέσω φυσικών πόρων όσο και φυσικών εχθρών. Γι΄αυτό και στον ελεύθερο φυσικό κόσμο –με ελάχιστες εξαιρέσεις ιδιαίτερα διαταραγμένων περιβαλλόντων- δεν έχουμε ποτέ εκατομμύρια αλεπούδων, ούτε εκατομμύρια λαγών σε μια περιοχή. Με δεδομένη τη δυσκολία εύρεσης τροφής στην πόλη ειδικά για τα σκυλιά, τα περιθώρια ανάπτυξης του πληθυσμού τους είναι εξαιρετικά περιορισμένα. Άλλωστε πότε είχε κάποια πόλη πρόβλημα υπερβολικού πληθυσμού γατιών ή σκυλιών;)

-Η στείρωση εξαλείφει τη δημιουργία καρκίνου των όρχεων και μειώνει την πιθανότητα καρκίνου του προστάτη.

(Σωστά. Με τον ίδιο τρόπο που ο ακρωτηριασμός του ποδιού εξαλείφει τον κίνδυνο μηνίσκου. Αναμφίβολα στο top 10 των πλέον ηλίθιων επιχειρημάτων όλων των εποχών.

Πάντως μεταξύ άλλων η στείρωση ενδέχεται να προκαλέσει: διάφορες μορφές καρκίνου, ακράτεια, διαταραχές του θυρεοειδή και συμπεριφοριακές διαταραχές που συχνά περιλαμβάνουν πέρα από απάθεια και υπερβολική επιθετικότητα, για να αναφέρουμε μόνο μερικά από τα πιο κοινά. Αλλά ΚΑΝΕΙΣ φιλοζωικός σύλλογος δεν τα αναφέρει.)

-Ο σκύλος μου ή η γάτα μου θα είναι καλύτερα κατοικίδια μετά την στείρωση. Μεταξύ άλλων πλεονεκτημάτων … η τάση του ζώου για περιπλάνηση μειώνεται έως και 90%.

(Εχει δηλαδή λιγότερες ανάγκες για βόλτα, δεν πρόκειται να σας φέρει σε αμηχανία μπροστά σε κόσμο με την επίδειξη των σεξουαλικών του ορμών, γενικά θα είναι το τέλειο μπιμπελό. Και ως γνωστόν, η πεμπτουσία της γάτας και του σκύλου, είναι να είναι καλά κατοικίδια. Αν το βαλσαμώνατε βέβαια θα΄ταν ακόμη καλύτερα.

Η ζωή άλλωστε του σκυλιού ή γατιού έχει μόνο οικονομική αξία, ως κατοικίδιο δηλαδή.)

Παράλληλα, στα φιλοζωικά επιχειρήματα υπερ της στείρωσης, εισάγονται έντεχνα και οι περιπτώσεις δικαιολογημένης στείρωσης. Όταν π.χ. ένα θηλυκό ζώο έχει γεννήσει επανειλημμένα, όταν είναι εξασθενημένο ή άρρωστο και μια γέννα είναι πιθανόν να το εξοντώσει, όταν υπάρχει κάποια αναπαραγωγική ασθένεια κτλ Μια εξαίρεση δηλαδή στρεβλώνεται και διογκώνεται ώστε να γίνει κανόνας.

Πρέπει να σημειωθεί επίσης ότι υπάρχουν τρόποι στείρωσης στα σκυλιά, χωρίς τον ακρωτηριασμό των γεννητικών τους οργάνων και χωρίς απώλεια των ορμών τους ή της ικανότητας για ερωτική συνεύρεση. Ωστόσο, στην ελλάδα τουλάχιστον αυτή η μέθοδος δε χρησιμοποιείται παρά σπάνια. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων, στείρωση σημαίνει, αφαίρεση των όρχεων ή της μήτρας.

Αυτά που οι φιλοζωικές και οι κτηνίατροι βεβαίως αποφεύγουν να αναρωτηθούν είναι:

-Τι θα γίνει με τα άλλα άγρια ζώα της πόλης, τις κατσαρίδες και τα ποντίκια, άμα μειώσουμε τους φυσικούς εχθρούς τους;

-Αν το αποτρόπαιο σχεδιό τους πετύχει και ο μόνος τρόπος να έχει κάποιος ένα ζώο για συντροφιά, θα είναι να το αγοράσει, σε τι συνθήκες θα ζουν τα ζώα μέχρι να αγοραστούν; Και τι θα συμβαίνει με αυτά που δεν αγοράζονται;


Ο,ΤΙ ΚΑΝΟΥΜΕ ΣΤΗ ΦΥΣΗ ΚΑΝΟΥΜΕ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΜΑΣ

«Δεν είναι πλέον ανθρώπινα όντα, είναι ζώα. Τουτέστιν, δεν έχουμε να εκτελέσουμε ένα ανθρωπιστικό καθήκον, αλλά ένα χειρουργικό.»

Goebells, απόσπασμα από το ημερολόγιό του, αναφερόμενος σε επίσκεψη σε εβραϊκό γκέττο.

H γκιλοτίνα χρησιμοποιήθηκε αρχικά για την –ανθρωπιστική- θανάτωση πειραματόζωων, πριν αποτελέσει το σύμβολο μιας νέας εποχής (στο σβέρκο της παλιάς). Η πρώτη λωρίδα παραγωγής, ο πρόδρομος του φορντικού μοντέλου παραγωγής, δεν ήταν στην αυτοκινητοβιομηχανία, αλλά στα σφαγεία του σικάγο στα τέλη του 19ου αιώνα. Η καλλιέργεια της γης και η εξημέρωση των ζώων, προηγήθηκε της εξημέρωσης της ίδιας την ανθρώπινης φύσης. Και η αγγλία, που πρωτοστάτησε στην τοποθέτηση τσιπ παρακολούθησης σε ζώα, είναι επίσης και η πρώτη χώρα στην οποία τοποθετήθηκε τσιπ παρακολούθησης σε άνθρωπο (σε μια ανήλικη κοπέλα).

Ο φυσικός κόσμος αποτελεί άλλωστε συχνά το παράδειγμα πάνω στο οποίο ορίζεται η ανθρώπινη φύση. Η εξελικτική θεωρία του Δαρβίνου συνδέθηκε άμεσα με την ευγονική και ο δαρβινισμός ενέπνευσε τον κοινωνικό δαρβινισμό. Τις πρακτικές και τα σαθρά ιδεολογήματα του οποίου αντιγράφει η παρούσα φιλοζωική σταυροφορία εξόντωσης.

«Ένα άουσβιτζ ξεκινά κάθε φορά που κάποιος κοιτάζει ένα σφαγείο και σκέφτεται:δεν είναι παρά ζώα», είχε γράψει ο Adorno. Όση σκληρότητα δέχονται τα ζώα, τόση θα δεχτούν και τα μέλη της ανθρωπότητας που σε συγκεκριμένες ιστορικές στιγμές θα στερηθούν την ανθρωπινή τους ιδιότητα: οι εβραίοι στη ναζιστική γερμανία, οι μαύροι δούλοι και οι αυτόχθονες της αμερικής, οι αβορίγινες στην αυστραλία (οι οποίοι θεωρόντουσαν θηράματα από τους εγγλέζους). Τα παιδιά, οι γυναίκες, οι άστεγοι, οι φτωχοί, οι αντιφρονούντες, οι γενετικά διαφορετικοί, όλοι είναι εν δυνάμει Άλλοι. Άνθρωποι χωρίς την ανθρώπινη ιδιότητα, όντα σε αποκλεισμό, κάτοχοι μόνο της ζωικής τους ιδιότητας.

Η σχέση ανθρώπου-φυσικού κόσμου είναι αμφίδρομη, η επέμβαση σε ένα από τους δυο εταίρους, θα αλλάξει αναπόφευκτα και τον άλλον. Με άλλα λόγια: δε γίνεται να ικανοποιήσουμε το αίτημα της ανθρώπινης ελευθερίας σε ένα φυσικό κόσμο υπο πλήρη έλεγχο και καταναγκασμό. Η ζωή σε μια πόλη όπου οι παραδοσιακοί ζωικοί σύντροφοι του ανθρώπου, οι γάτες και οι σκύλοι, έχουν υποβιβαστεί σε στείρα μπιμπελό, προσφέρει ένα ιδανικό παράδειγμα για την κανονικοποίηση του ανθρώπου.

ΒΙΟΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΒΙΟΗΘΙΚΗΣ

Αποτελεί ίσως κοινοτυπία, ότι το έσχατο εμπόρευμα του καπιταλισμού είναι η ίδια η ανθρώπινη συνθήκη, η βιολογική-ζωική δηλαδή ανθρώπινη υπόσταση. Όπως και οποιοδήποτε συζήτηση για τα δικαιώματα των ζώων δε μπορεί παρά να συναντήσει τη συζήτηση για τη «γυμνή» ζωή – δηλαδή την απογυμνωμένη από την πολιτική της υπόσταση ζωή- και τα δικαιωματά της.

Η βιοτεχνολογία δίνει νέες δυνατότητες εισβολής στο ζωικό πεδίο και μεταλλαξής του. Το πατεντάρισμα ζωικών, φυτικών και ανθρώπινων γονιδίων συμβαδίζει με τη μετάλλαξη των οργανισμών σύμφωνα με τις επιταγές της αγοράς. Και η δοξασία που στηρίζει ηθικά όλη αυτή τη συσσώρευση ζωικότητας στα εργαστήρια και της μεταχειρισής της ως προιόν, είναι ότι η ανθρώπινη παρέμβαση παράγει καλύτερη, πιο λειτουργική ζωή.

Όταν ο κτηνίατρος κουκουζέλης υποστηρίζει ότι με τη στείρωση εξαλείφονται «το άγχος και οι κίνδυνοι της εγκυμοσύνης και της γέννας» και η φιλοζωική χαλανδρίου διατείνεται, κανοντάς μας να ανατριχιάσουμε, ότι «η στείρωση των ζώων είναι προς όφελος τους… γάτες-σκύλοι στο χωριό, επίσης δικαιούνται τη στείρωση», ή δασολόγοι ευαγγελίζονται ορθολογικοποιημένα μεσογειακά δάση με κέδρους, βρωμοκαρυδιές και ευκάλυπτους αντί για πεύκα και έλατα, ουσιαστικά αναμασούν την κυρίαρχη υπόσχεση της βιοτεχνολογίας. Ότι η επιστημονική παρέμβαση θα απαλλάξει τη ζωή από τα λάθη και τους ανορθολογισμούς της φύσης (σεξ και εγκυμοσύνη π.χ.), θα την κάνει πιο ασφαλή, πιο λειτουργική. Απαλλαγμένη από τα άχρηστα ζωικά της βάρη, θα εξυψωθεί στη σφαίρα του πραγματικού, της αγοράς με άλλα λόγια.

Με την ίδια ευκολία που ένας συρφετός από φιλόζωους, κτηνίατρους και αριστερούς δημοσιογράφους (βλ. ελευθεροτυπία) αποφασίζει ότι για τα γατιά και τα σκυλιά η ικανότητα αναπαραγωγής είναι ένα βάρος από το οποίο οφείλουμε να τα απαλλάξουμε, η εξουσία αποκτά πρόσβαση και λόγο για τις προσωπικές μας συνήθειες και τη βιολογική μας υπόσταση – το κάπνισμα απαγορεύεται, αμφιλεγόμενοι εμβολιασμοί, όπως αυτός για τον HPV, επιβάλλονται, οι οποιεσδήποτε γενετικές ατέλειες ανιχνεύονται και οι φορείς τους αποκλείονται, οι αποκλίνουσες συμπεριφορές κανονικοποιούνται σε ιδρύματα και ψυχιατρεία

Η «γυμνή» ζωή, εκτίθεται στα διψασμένα για πορνογραφία βλέμματα των επιστημόνων στα εργαστήρια. Και μετατρεπόμενη σε κάτι που μπορεί να αγοραστεί και να πουληθεί, χάνει την ίδια τη ζωικοτητά της. Και η συζήτηση για τα δικαιώματα τόσο των ζώων, όσο και της ζωής χωρίς πολιτική υπόσταση, δεν έχει πλέον παρά ένα θέμα: το δικαίωμα της ίδιας της ύπαρξης της ζωικότητας, ως φυσικής συνθήκης.


ΠΕΙΘΑΝΑΓΚΑΣΜΟΣ, ΣΥΝΑΙΝΕΣΗ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΟΤΗΤΑ

Το πώς άξαφνα η συντριπτική πλειοψηφία των φιλοζωικών φορέων και ένα μεγάλο μέρος της «προοδευτικής» δημοσιογραφίας, στηρίζει με τόσο πάθος ένα κατεξοχήν ναζιστικό ιδεολόγημα γεννά πολλά ερωτήματα. Και δίνει την εντύπωση πληρωμένων απόψεων και μυστικών συμφωνιών. Στην πραγματικότητα, τα πράγματα είναι μάλλον αρκετά πιο περίπλοκα. Αναμφίβολα ένα μέρος των απόψεων είναι κατευθυνόμενες ή πληρωμένες –έμμεσα ή άμεσα. Τα οικονομικά οφέλη άλλωστε από τις χειρουργικές επεμβάσεις αλλά κυρίως από την προοπτική της πώλησης ως μόνη μέθοδο απόκτησης οικόσιτου ζώου είναι πραγματικά τεράστια. Και το ηθικό ανάστημα του ιατρικού κόσμου που νομιμοποιεί την ευγονική, έχει ιστορικά αποδειχτεί εξαιρετικά μικρό σε σχέση με το αυτό μιας παχυλής –και αφορολόγητης- αμοιβής.

Αλλά βέβαια δεν απαιτείται καν ο πειθαναγκασμός ή χρηματισμός για την επίτευξη μιας ομοφωνίας. Όπως και σε όλες τις υπόλοιπες περιπτώσεις κυριαρχίας ενός ιδεολογήματος, οι τεχνικές είναι πολύ πιο εκλεπτυσμένες. Αρχικά χρειάζονται μερικοί επιστήμονες να υπερασπιστούν το ιδεολόγημα και μερικοί οργανισμοί που θα αποφασίσουν να χρηματοδοτήσουν την έρευνά του και κυρίως να μην χρηματοδοτήσουν κάθε αντίθετη έρευνα. Έτσι, ελαχιστοποιείται ο αριθμός αυτών που θα ρισκάρουν χρήματα και κύρος για να υποστηρίξουν την αντίθετη άποψη. Και κάθε ιδεολόγημα, έχει και τη δικιά του αδράνεια (κάτι σαν θέληση για επιβίωση έναντι των άλλων ιδεολογημάτων[3]) και όταν εγκαθιδρυθεί ως κυρίαρχη ιδεολογία οι άνθρωποι –συμπεριλαμβανομένων και των επιστημόνων- τείνουν να το παίρνουν ως δεδομένο. Μ΄αυτόν τον τρόπο κατέφεραν και επιβίωσαν αναρίθμητα μυθεύματα στην ιστορία της φιλοσοφικής και επιστημονικής σκέψης.

Για παράδειγμα: ένας αδικαιολόγητα μεγάλος αριθμός επιφανών γιατρών και με πλήθος δημοσιεύσεων μάλιστα, διαβεβαίωνε, καθ΄όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα, ότι ο αυνανισμός είναι η κύρια αιτία αναρίθμητων εκφυλιστικών ασθενειών, οστεοπόρωσης, ραχίτιδας, φυματίωσης, τύφλωσης ακόμα και θανάτου. Κάτι τόσο παράλογο και εύκολα διαψεύσιμο από την καθημερινή εμπειρία, κατάφερε να επιβιώσει ως κυρίαρχη ιατρική άποψη για σχεδόν 100 χρόνια, στην εποχή του διαφωτισμού. Ίσως κάποιοι εκ των επιφανών αυτών επιστημόνων, να είχαν το ιδεολογικό κίνητρο του ελέγχου της σεξουαλικότητας. Αλλά το μεγαλύτερο ποσοστό αράδιαζε αυτά τα βρωμερά ψέματα λειτουργώντας απλά με ασφάλεια στα στεγανά της κατεστημένης ιατρικής άποψης.

Όσον αφορά τους κτηνίατρους πιο συγκεκριμένα, έχει ενδιαφέρον να αναλύσουμε μια άλλη, εξαιρετικά αμφιλεγόμενη, συναίνεση. Αυτή του ότι η καλύτερη και πιο ταιριαστή τροφή για τα σκυλιά και τα γατιά είναι η βιομηχανικά παρασκευασμένη ξηρά τροφή. Και όχι μόνο αυτό αλλά τα παραδοσιακά σπιτικά αποφάγια, κόκκαλα και ψάρια είναι μάλιστα επικίνδυνα. Ενάντια σε κάθε λογική, οι κτηνίατροι σύσσωμοι υποστηρίζουν ότι για χιλιάδες χρόνια τα ζώα τρέφονταν λάθος (είναι να απορείς που υπάρχουν ακόμη ζώα) και μάλιστα τις σωστές απαντήσεις τις έχει η κατεξοχήν ένοχη για διατροφικά σκάνδαλα, βιομηχανία. Παρά τα αναρίθμητα προβλήματα που προκαλούνται στα ζώα από την ξηρά τροφή (ουρολογικά προβλήματα στα γατιά, απώλεια δοντιών στα σκυλιά, αρθριτικά κτλ), παρά τα εκατοντάδες χιλιάδες οικόσιτων ζώων που πεθάναν τα τελευταία 10 χρόνια στην αμερική από την –εμπλουτισμένη με μελανίνη- ξηρά τροφή, οι κτηνίατροι συνεχίζουν να εμμένουν σ΄αυτή την άποψη.

Ο κτηνίατρος όμως δεν είναι και διαιτολόγος, όπως χαρακτηριστικά δήλωσε ένας κτηνίατρος, προσπαθώντας να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα. Και όταν όλα τα διατροφικά συνέδρια στα οποία καλείται να συμμετάσχει, διοργανώνονται από την Purina π.χ. ή τη Friskies και όταν διάφορα δώρα και «δωρεάν δείγματα» διακινούνται στα πλαίσια της επιστημονικής δεοντολογίας, γιατί κάποιος κτηνίατρος να ρισκάρει το κύρος του υποστηρίζοντας κάτι αντίθετο; Τα δικά του σκυλιά βέβαια, αν έχει, θα τα ταΐσει με μαγειρεμένο φαγητό ή αποφάγια.

Η επιστημονική –άρα και αυτομάτως- έγκυρη προπαγάνδα βρίσκει στις ιδιαιτερότητες της φιλοζωικής ψυχοπαθολογίας πρόσφορο έδαφος για τη δημιουργία της παρούσας ευγονικής σταυροφορίας. Που παρασέρνει στη δολοφονική της αποστολή και ανθρώπους με ένα κάπως συγκεχυμένο και γενικό ενδιαφέρον για το θέμα των ζώων. Όταν βομβαρδίζεσαι από παντού με μια προπαγάνδα που τη συνυπογράφουν τόσο οι φιλόζωοι όσο και μεγάλο μέρος των επιστημόνων δε μπορείς παρά να συμφωνήσεις. Ας αγωνιστούμε λοιπόν για να χαρίσουμε στα κακόμοιρα τα ζώα το θείο δώρο του χειρουργικού νυστεριού.


ΡΕΚΒΙΕΜ ΓΙΑ ΕΝΑ ΕΙΔΟΣ

Αντίθετα με τα γατιά, που ευτυχώς για διάφορους λόγους αιχμαλωτίζονται πιο δύσκολα, τα σκυλιά αντιμετωπίζουν πολύ πιο άμεσο κίνδυνο εξαφανισής τους ως είδος και αντικαταστασής τους με στείρα καθαρόαιμα εργαστηριακά κατασκευάσματα. Η αθήνα, απαλλαγμένη από τα αδέσποτα που μας συντρόφεψαν σε τόσες βόλτες, απάλυναν τόσες μοναξιές ηλικιωμένων ανθρώπων και ομόρφυναν τις περιπλανήσεις μας, που ενέπνευσαν τόσες όμορφες ιστορίες και μύθους στο αστικό πεδίο, θα βάλει πλώρη για περαιτέρω αποστείρωση. Το επιτυχημένο παράδειγμα της εξόντωσης ενός είδους θα δώσει έμπνευση για την εκκαθάριση από τους φτωχούς μετανάστες, τα πρεζάκια, τους καταληψίες, από όσους επιμένουν ακόμη να περιπλανούνται ελεύθεροι. Το ναζιστικό ιδεολόγημα της καθαρότητας, που εξόντωσε πάνω από 10 εκατομμύρια ανθρώπων στο 2ο παγκόσμιο πόλεμο, θριαμβεύοντας θα δημιουργήσει μια πόλη εφιαλτική, αποστειρωμένη, εχθρική για τη ζωή. Φτιαγμένη μόνο για εμπορεύματα και όχι για ανθρώπους.

Το μοναδικό μας όπλο απέναντι σ΄αυτή την αναβίωση του ναζισμού, είναι ότι αυτή η επιχείρηση από τη φύση της δε μπορεί να κρατηθεί κρυφή. Είναι δηλαδή αναγκασμένη να απαντήσει και να αποκαλυφθεί σε μια δημόσια διαδικασία κριτικής. Η δημοσιοποίηση του θέματος με άλλα λόγια, τόσο μέσω εκδηλώσεων, όσο και μέσω κειμένων και ηλεκτρονικών αναρτήσεων, αποστολής μέηλ στις διευθύνσεις φιλοζωικών οργανώσεων και κτηνιάτρων, θα εξαναγκάσει την ευγονική ιδεολογία να αποκαλύψει τους στόχους της.

Άλλωστε, σε αντίθεση με τις εκάστοτε δημοτικές επιχειρήσεις δηλητηρίασης (φολιάσματος), τα αδέσποτα αιχμαλωτίζονται με διαδικασίες νόμιμες, άρα φανερές και άμεσα αναστρέψιμες. Και για να μην ξεχνιόμαστε, τα βανάκια από τους φιλόζωους μπόγιες έχουν λάστιχα που όπως όλα τα λάστιχα υπόκεινται σε διαδικασίες (δολιο)φθοράς και οι ίδιοι οι μπόγιες έχουν σωματικές ακεραιότητες που είναι συμφέρον τους να προφυλάξουν. Όσο για τις φιλοζωικές και τους κτηνίατρους προπαγανδιστές της ευγονικής, έχουν γραφεία και σπίτια που δεν είναι όλα τους ασφαλισμένα.

Αν η μοίρα που επιφυλάσσει η εποχή μας στον «καλύτερο φίλο του ανθρώπου» είναι η εξοντωσή του ως είδος, ποια θα είναι άραγε η μοίρα για τον ίδιο τον άνθρωπο;



[1] Και οι μαζικές επιχειρήσεις δηλητηρίασης, όπως των σκυλιών στην ευελπίδων και σκυλιών και γατιών στο φιλοπάππου, αμέσως με το που ανέλαβε δήμαρχος αθηναίων η μπακογιάννη, και αναρίθμητων σκυλιών, γατιών σε διάφορες γειτονιές της πόλης στη διάρκεια της ολυμπιάδας του 2004.


[2] Η παλιά ευγονική ξεκίνησε με τις στειρώσεις «εγκληματιών» κατά το 19ο και 20ο αιώνα κυρίως στην αμερική και εφαρμόστηκε για πρώτη φορά ως μέσο γενοκτονίας το 1907 στην Ινδιανάπολη των ΕΠΑ, στη «φυλή του Ισμαήλ», ένα νομαδικό φύλλο που περιελάμβανε στις τάξεις του γηγενείς αμερικάνους, απελεύθερους μαύρους και λευκούς παρίες. Εφτασε στην ιστορική της κορύφωση, στο ναζισμό στη γερμανία του ΄30 και ΄40. Μετά την ήττα του ναζισμού, έπεσε σε ανυποληψία, για να ανασυρθεί προσφάτως ως «νέα ευγονική». Εκεί που η παλιά ευγονική είχε ένα ρόλο κατασταλτικό, η νέα ευγονική ευαγγελίζεται την βελτιστοποίηση των ζωικών συστημάτων στα οποία παρεμβαίνει. Είναι αξιοσημείωτο, ότι στο εν λόγω θέμα, τα επιχειρήματα που ξεθάβονται είναι ξεκάθαρα της παλιάς ευγονικής.

[3] Ο βιολόγος Ρ. Ντώκινς χρησιμοποιεί τον όρο meme για να περιγράψει τις ιδέες ή ιδεολογήματα, που ως ιοί, κυριεύουν τον άνθρωπο και επιδεικνύουν ζωικά χαρακτηριστικά, προσπαθώντας να διαιωνίσουν την υπαρξή τους σε βάρος άλλων ιδεών ή ιδεολογημάτων.





περί ζωής, βίου, δικαιωμάτων και ηθικής

Λίγα σχόλια για έναν κύκλο που έκλεισε και για έναν άλλο που μόλις άνοιξε

Το παρόν κείμενο αποτελεί εισαγωγικό σημείωμα στη δεύτερη έκδοση του βιβλίου “Πέντε πολιτικά κείμενα πάνω στο ζήτημα των ζώων” και συνοδεύει τα βασικά κείμενα της έκδοσης με την ελπίδα να προσθέσει κάτι ακόμα. Ολοκληρώθηκε τον Αύγουστο του 2008 και αφιερώνεται στο γάτο Καχεκτικό, στη ζωή που ήρθε ως αδυναμία και έφυγε ως απορία...

Πάνε σχεδόν πέντε χρόνια από την πρώτη έκδοση του εν λόγω βιβλίου και τα ζητήματα που τότε μόλις άνοιγαν μοιάζουν να αναδύονται πιο καίρια και πιο επιτακτικά από ποτέ. Και τούτο γιατί μέσα σε αυτά τα πέντε χρόνια φάνηκε να διατυπώνεται δειλά αλλά με πολιτικούς όρους μία ισχυρή ευαισθητοποίηση η οποία την περίοδο της πρώτης δημόσιας έκθεσης αυτών των κειμένων αφορούσε ένα ισχνό τμήμα της παραγωγής του αντιεξουσιαστικού-ελευθεριακού χώρου. Αυτή η εκτίμηση δεν υποδηλώνει τόσο την ποσοτική αύξηση των συμμετεχόντων σ’ αυτή τη συζήτηση όσο την τολμηρή, για τα ελληνικά δεδομένα, σύνδεσή της με τις σχετικές πολιτικές διαδικασίες, χαρακτηριστικό που στο παρελθόν συνιστούσε κάτι το αδιανόητο. Κοιτώντας, όμως, πίσω από αυτή την, ομολογουμένως, αισιόδοξη παραδοχή, εκτιμάει κανείς πως το επίπεδο ανάλυσης των σχετικών ζητημάτων δεν εξελίχθηκε ανάλογα κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Και μπροστά στον ορίζοντα που ανοίγουν τόσο οι πρόσφατες εγχώριες δράσεις απελευθέρωσης ζώων όσο και οι σχετικές σπασμωδικές πολιτικές εκδηλώσεις περί δικαιωμάτων τους, η επανέκδοση εκείνων των κειμένων εξακολουθεί να κρίνεται άκρως σημαντική. Το ζήτημα των ζώων μοιάζει, πέντε χρόνια μετά, να μη διεκδικεί έναν αυτόνομο πολιτικό χώρο έκφρασης, αλλά να μοιράζεται μία κοινή βάση συζήτησης, που υπερβαίνει κατά πολύ τα στενά όρια μέσα στα οποία τόσο το ευρύτερο κίνημα για την απελευθέρωση των ζώων όσο και η παραδοσιακή αντιεξουσιαστική–ελευθεριακή σκέψη το καταδικάζουν, συχνά, να παραμείνει. Η, επίσης, πρόσφατη δημιουργία μιας εγχώριας πλατφόρμας συζήτησης για ζητήματα βιοτεχνολογίας οφείλει και τείνει αναπόφευκτα να συναντηθεί, χωρίς ακόμη να το ομολογεί, με το ζήτημα των ζώων. Και τούτο γιατί μέσα από αυτό το μέτωπο θίγονται πρώτα απ’ όλα ζητήματα βιοηθικής.

Αν η έννοια της ηθικής φιλοσοφικά είναι σε θέση να περιγράψει τη σχέση του ανθρώπου με το συνάνθρωπό του και αν ο όρος ήθος προβάλλει σε αυτή τη σχέση διαστάσεις όχι μεμονωμένης και στιγμιαίας πράξης αλλά διαρκούς διάθεσης και κινήτρου για πράξεις παρόμοιες, τότε μπορεί κανείς να βεβαιωθεί πως η έννοια της ηθικής δε θα μπορούσε να διαχωριστεί από αυτήν της πολιτικής. Και αν οι συγγραφείς του Beasts of Burden φροντίζουν να ψηλαφίσουν τους τρόπους με τους οποίους μη ανθρώπινα έμβια όντα δύνανται να συμπεριληφθούν στους κόλπους της ανθρώπινης κοινότητας, τότε μπορεί κανείς να ισχυριστεί πως οι θέσεις τους το πρώτο που φωτίζουν είναι οι διαδικασίες και οι όροι πολιτικής ένταξης μίας βιο-διαφοράς. Μίας διαφοράς που δεν περιορίζεται στα στενά δεδομένα του ανθρώπινου βιολογικού πλούτου, αλλά επιλέγει να οργανώσει τους όρους συνομιλίας ανάμεσα σε διαφορετικά είδη. Με την έννοια αυτή, και όσο οι βιολογικές-“ειδιστικές” (speciesist) διαφορές που μας αφορούν διατυπώνονται με πολιτικούς όρους, μπορούμε να ισχυριστούμε πως τα εν λόγω κείμενα προστίθενται σε μία σειρά σύγχρονων προσεγγίσεων της βιοπολιτικής έννοιας. Η σημασία αυτού του ισχυρισμού έγκειται στην ιδιαιτερότητα που το ζωικό υποκείμενο αποκτά στις σχέσεις του με το ανθρώπινο ον και το Λόγο του. Στην ηθική και πολιτική, δηλαδή, διαπραγμάτευση της ευρύτερης έννοιας του ζειν, πόσο δε μάλλον όταν αυτή χαρακτηρίζει άλλα είδη (βλ. για παράδειγμα τον όρο “animal welfare”). Και αν οι όροι ηθικής είναι που οργανώνουν πολιτικές του Εαυτού και του Άλλου, οι όροι βιοηθικής είναι αυτοί που, παράδοξα και αντίστροφα, θα οργανώσουν τόσο την εξόντωση και τον αποκλεισμό της ανθρώπινης ζωής που είναι ανάξια να βιωθεί από τα όρια της κοινότητας όσο και την ένταξη της μη ανθρώπινης ζωής στους κόλπους της ανθρώπινης κοινωνικής οργάνωσης[1]. Το διακύβευμα, λοιπόν, μίας τέτοιας συζήτησης είναι ακριβώς η υπέρβαση της ανθρωπινότητας ως αποκλειστικότητας και προαπαιτούμενου ενός πολιτικού σχηματισμού. Το κατά πόσο, δηλαδή, η ανθρώπινη κατάσταση είναι η μοναδική που μπορεί να αξιώνει πολιτική έκφραση.

Ακριβώς σε αυτό το σημείο είναι, όμως, που διαφαίνεται η σχεδόν αφοπλιστική δυσκολία αυτής της συζήτησης. Γιατί οι όροι με τους οποίους καλούμαστε να στοχαστούμε και να εκφράσουμε τη διαδικασία σχηματισμού μιας δια-“ειδιστικής” κοινωνίας μπορεί μεν να αρθρώνονται πολιτικά, αλλά ακριβώς τούτο το γεγονός είναι που μαρτυράει τη σχέση κυριαρχίας ανάμεσα στον άνθρωπο και τα ζώα, μία σχέση που και μόνο που εκφέρεται και οργανώνεται γλωσσικά καθηλώνει τα υπόλοιπα έμβια όντα σε θέσεις αντικειμένου (βλ. για παράδειγμα τη διακήρυξη των δικαιωμάτων των ζώων του Παρισιού το 1978). Η αδυναμία αυτή μας καλεί να αναδιοργανώσουμε, λοιπόν, τους ίδιους τους όρους της συζήτησης. Και η αγωνία των δημιουργών του Beasts of Burden για τις συνθήκες και τις προϋποθέσεις ένταξης των ζώων στην ανθρώπινη κομμουνιστική κοινωνία του παρόντος ή του μέλλοντος φωτίζει ακριβώς τη βιοπολιτική ασυνέχεια μιας τόσο παραδοσιακής όσο και επικείμενης συνομιλίας. Το δικαίωμα του κυρίαρχου (ανθρώπου) να αποφασίζει για το ποιος θα ζήσει και ποιος όχι στα πλαίσια της κοινότητας, αποκτά στη σφαίρα των σχέσεων με τα άλλα είδη μία ακόμα πιο ιδιόμορφη και πιο ολοκληρωτική φύση, στο βαθμό που αυτές θεμελιώνονται στον a priori αποκλεισμό των μη ανθρώπινων όντων από τα όρια της ανθρώπινης γλωσσικής κοινότητας/ικανότητας. Μία παραδοχή που παραλαμβάνει την προβληματική και απλοϊκή διακήρυξη της δυτικής μεταφυσικής για τον ‘άνθρωπο ως ζώο που μιλάει’ και δυστυχώς καλείται να συστήσει το έδαφος μιας αφετηρίας και για τούτη την εισαγωγική προσπάθεια.

Στο σημείο αυτό, δύο στάσεις θα κρίνονταν άκρως σημαντικές για την κατανόηση του βαθμού πολυπλοκότητας της σχέσης με τούτα τα όρια. Η πρώτη αφορά την έκταση μίας πολυδιάστατης και πολύχρονης Ιστορίας που αποδεικνύει με πλήθος παραδειγμάτων πως όχι μόνο η ικανότητα του ανθρώπινου ομιλείν δεν κατόρθωσε να σχηματίσει μία οικουμενική κοινότητα (έτσι όπως οι ουμανιστές φιλόσοφοι τη στοχάζονταν) αλλά ούτε και η ‘πολυτέλεια’ του συν-ανήκειν σε μία κλειστή γλωσσική υπο-κοινότητα δεν αποδείχτηκε αρκετή για την αποτροπή διακρίσεων και συγκρούσεων, γεγονός που μαρτυράει πως οι ανισότητες και η εκμετάλλευση αφορούσαν και αφορούν και σήμερα τις ανθρώπινες υποθέσεις παρά τη φαινομενικά κοινή τους ‘καταγωγική’ ουσία, την ανθρώπινη, δηλαδή, κατάσταση και την ικανότητα χρήσης της γλώσσας[2]. Η δεύτερη στάση, κατοικεί ακριβώς στα όρια της γλωσσικής κατάστασης και μας υπενθυμίζει πως η παρουσία υποκειμένων που αδυνατούν είτε να έχουν πρόσβαση στο Λόγο είτε να τον εκφέρουν στην ανθρώπινη κοινότητα (για παράδειγμα, άτομα με διανοητικές ή/και γλωσσικές δυσκολίες) ανακαλεί μία σειρά ερωτημάτων και ηθικών σημείων που φωτίζουν την ίδια την καρδιά του προβλήματος[3] Οι neomorts και τα άτομα-φυτά που παραμένουν για κάποιο διάστημα της ζωής τους σε κωματώδη κατάσταση, παραδείγματα που ο Giorgio Agamben επιστρατεύει κάνοντας λόγο για τη σύγχρονη πολιτικοποίηση του θανάτου με αφορμή τη διάγνωση του εγκεφαλικού θανάτου, φωτίζουν ακριβώς τα θεμέλια και τον καταστατικό προορισμό της ανθρωπολογικής μηχανής, η οποία, σύμφωνα με τον Ιταλό φιλόσοφο, ανέκαθεν επιχειρούσε να προσδιορίσει το ανθρώπινο και το ζωικό μέσα από αυτό που δεν είναι, μέσα δηλαδή από τα αντίθετά τους[4]. Είτε εν-τοπίζοντας εκείνο το απόλυτα ζωικό (Άλλο) μέσα στον ανθρώπινο-πολιτικό μοντέρνο εαυτό είτε αποδίδοντας ζωικά χαρακτηριστικά στις ανθρώπινες φιγούρες που συνιστούσαν το αρχαίο εκτοπισμένο Άλλο, η διαδικασία υποκειμενοποίησης οργανώνεται πάντα γύρω από μία κοινή πρόθεση· να καταφανεί η αγεφύρωτη απόσταση ανάμεσα στον άνθρωπο και το ζώο, ακόμη και αν αυτό που λέγεται άνθρωπος δεν ήταν σε θέση ιστορικά να προσδιορισθεί με αυστηρούς ουσιακούς όρους, αποτελώντας, έτσι, μία έννοια ρευστή. Και αν οι neomorts συνιστούν εξαιρέσεις και περιθωριακές εκφάνσεις της αλήθειας του Λόγου, το ζώο είναι καταδικασμένο να κατοικεί στο όριο της, οφείλει να φέρει για πάντα το φορτίο αυτού που δεν είναι (γιατί δε δύναται να είναι) ανθρώπινο.

Επομένως, αυτό που φαίνεται να διαφοροποιεί την περίπτωση των άλλων ειδών και αντιστοίχως και τα φαινόμενα εκμετάλλευσης και αποκλεισμού που τα αφορούν θεμελιώνεται ακριβώς πάνω στην καταστατική και σχεδόν βιολογικά εγγεγραμμένη σε κλίμακα είδους (και όχι με τη μορφή βιολογικού σφάλματος ή ατυχήματος) ιδιαιτερότητα που σχετίζεται με την ίδια την ικανότητα του ομιλείν, δηλαδή τη δυνατότητα χρήσης του Λόγου και την ικανότητα εκφοράς του. Η οποιαδήποτε απόπειρα ένταξή τους, επομένως, οφείλει να έχει κατά νου τούτες τις αυστηρά διατυπωμένες συνθήκες αποκλεισμού, όσο αδυνατούμε να βρούμε τρόπους πολιτικής μετάφρασης στη γλώσσα των άλλων ζώων. Τι θα σήμαιναν, όμως, κάποιοι τέτοιοι τρόποι; Ο Πιοτρ Κροπότκιν, επιχειρώντας να διατυπώσει το σχήμα του για την αλληλοβοήθεια, παρατήρησε είδη ζώων που είχαν αναπτύξει ιδιαίτερες κοινωνικές συμπεριφορές χάρη στις οποίες, σύμφωνα με τον ίδιο, κατάφερναν - και συνεχίζουν, προφανώς, να καταφέρνουν - να επιβιώσουν. Με τούτο τον τρόπο επιδίωξε να ισχυροποιήσει το επιχείρημά του περί κοινωνικότητας και να ενισχύσει το ρόλο της στα πλαίσια της ανθρώπινης κοινότητας[5]. Ακόμη και αν αυτό, όμως, το χαρακτηριστικό είναι δομικό για τη λειτουργία και την εξέλιξη κάποιων ειδών, θα ήταν ομολογουμένως παρακινδυνευμένο να καταφύγουμε σε σχήματα που απαντούν στη φύση για να ερμηνεύσουμε και να νοηματοδοτήσουμε ανθρώπινες αντίστοιχες συμπεριφορές. Φαίνεται να αναδύεται, λοιπόν, ένα διπλό αδιέξοδο. Από τη μία, η πρόσκρουση στις ρηχές κοινωνικές αναγνώσεις ενός επικίνδυνου νατουραλισμού, που φροντίζει να ερμηνεύσει τις κοινωνικές δομές και λειτουργίες βάσει των φυσικών δεδομένων. Από την άλλη, η ανάγνωση της φύσης με λογοθετικούς όρους, χαρακτηριστικό που παραλαμβάνει την προβληματική ανθρωποκεντρική παράδοση του Διαφωτισμού, η οποία ουσιαστικά απορρίπτει κάθε έννοια της φύσης ως αυτόνομου συστήματος και που μοιάζει σήμερα να είναι βασική υπεύθυνη τόσο για την κυριαρχία και την καταστροφή του περιβάλλοντος όσο και για την εκμετάλλευση και τον αφανισμό των άλλων ειδών. Αμφότερα έχουν γίνει αντικείμενα οξείας κριτικής. Και τα δύο έχουν ιστορικά επιδείξει καταστροφικά αποτελέσματα. Με ποιον τρόπο, λοιπόν, μπορούμε να εμπιστευθούμε τη φύση για την οργάνωση της ανθρώπινης κοινωνίας; Τι θα σήμαινε για τις δυνατότητες ανάπτυξης των συμβολικών διαδικασιών η αναφορά στις λειτουργίες των άλλων ειδών; Από την άλλη, τι σημαίνει για την τύχη του φυσικού στοιχείου η συνεχής διαμεσολάβησή του από τα ανθρώπινα συμβολικά σχήματα; Με ποιον τρόπο θα μπορούσαμε να επιτύχουμε πραγματικά ισότιμη συμβίωση με τα άλλα είδη, όταν αυτό σε μεγάλο βαθμό προϋποθέτει την αμοιβαία υποχώρηση και επομένως την εν μέρει υπαγωγή μας στο φυσικό;

Τέτοια ερωτήματα φωτίζουν ακριβώς την ουσία της συζήτησης και οφείλουν να προσανατολίσουν τις σχετικές αναζητήσεις. Τα ζητήματα βιοηθικής που εγείρει τούτη η έκδοση έχει σημασία να μας συνοδεύσουν τόσο στις πολιτικές διαδικασίες ανάμεσα στα μέλη μιας ανθρώπινης κοινότητας όσο και σε οποιαδήποτε απόπειρα εμπλοκής στον κόσμο των άλλων ειδών. Και τούτη η συμβολή στη δεύτερη έκδοση δε θέλει παρά να υπενθυμίσει πως οι σχέσεις μας με τα ζώα όχι μόνο αντανακλούν και ανακαλούν τις σχέσεις εξουσίας στους ενδοανθρώπινους κόλπους, αλλά σκιαγραφούν το καθεστώς παραγωγής της απόλυτης ετερότητας, μιας ετερότητας που δεν μπορεί να διατυπωθεί με ανθρώπινους όρους, και αυτό είναι που προκαλεί την πολιτική σκέψη. Οι ολοκληρωτικοί αποκλεισμοί του παρελθόντος και του παρόντος που δανείστηκαν και δανείζονται ζωικά σχήματα για να νομιμοποιήσουν πολιτικές εξόντωσης συναντούν, υπό αυτό το πρίσμα, διαδικασίες εκφοράς του ζωικού μέσα από ανθρωπομορφικά σχήματα και επομένως μέσω της εγγραφής του ζώου στο εκάστοτε ανθρώπινο συμβολικό σύμπαν.

Η εγγραφή αυτή αποδεικνύει, τελικά, πως το διακύβευμα δεν είναι η άμεση έκθεση του ζώου στη βιολογικότητα αλλά στη γλωσσικότητα του ανθρώπου, το πώς δηλαδή το μη ανθρώπινο ζώο θεμελιώνεται και κατασκευάζεται ως ‘εαυτός’ και ως ‘υποκείμενο’ στην ανθρώπινη πολιτική-γλωσσική σφαίρα. Μια τέτοια εγγραφή είναι εκείνο το σημείο το οποίο οφείλει κάθε συζήτηση για το ζήτημα των ζώων να κατανοήσει. Και συνιστά ένα σχεδόν καταστατικό και δομικό ερώτημα στην καρδιά τούτης της εκδοτικής συμβολής. Ερώτημα που οργανώνεται γύρω από την εμπλοκή μιας καθαρά βιολογικής διάστασης στην πολιτική πράξη[6]. Αν κάτι, λοιπόν, κρίνεται πολιτικό σε μία τέτοια εμπλοκή είναι οι συμβολικές προβολές του ανθρώπου πάνω της, στο βαθμό που κάνοντας λόγο για ζώα αναφερόμαστε, προς το παρόν, σε βιολογικές και όχι σε πολιτικές κατηγορίες. Αναφερόμαστε, δηλαδή, σε μία ανείπωτη και ακήρυχτη, από πλευράς ζώων, πολιτική διάσταση, που αν υπάρχει είναι, για την ώρα, άβατη, σε μία βιολογική ουσία που λαμβάνει πολιτικά χαρακτηριστικά μονάχα στην πιθανότητα ένταξής της στα όρια της ανθρώπινης κοινότητας και τούτο είναι που οφείλει να προβληματίσει και να δεχτεί ερμηνείες. Το τι, δηλαδή, σημαίνει η πολιτικοποίηση της γυμνής ζωικής ζωής και η αξίωση σχετικών δικαιωμάτων.

Μία τέτοια πράξη φαίνεται να αποπειράται να διαχειριστεί το κενό και να συμπληρώσει το έλλειμμα που προκύπτει από εκείνη την αγεφύρωτη απόσταση/σχέση ανθρώπου-ζώου. Φαίνεται, όμως, παράλληλα και να την περιπλέκει. Το έδαφος στο οποίο προσέκρουσαν οι πρώτες δειλές, μετά το Διαφωτισμό, διατυπώσεις για μία δικαιική υπόσταση των ζώων καλούταν, ήδη και προ πολλού, να διαχειριστεί την ταύτιση του ανθρώπινου με το ζωικό του περιεχόμενο, εκείνο το τελευταίο ιστορικό καθήκον που, για τον Agamben, μαρτυράει το τέλος της Ιστορίας. Η βιοεξουσία είχε, ήδη από τον 17ο-18ο αιώνα, αναδείξει τη διαχείριση της γυμνής βιολογικής ζωής σε υπέρτατο πολιτικό καθήκον. Είχε οργανώσει ένα πλέγμα μηχανισμών που θα φώτιζε τον άνθρωπο μέσα από τη ζωικότητα που κυοφορεί (ή αλλιώς το ζώο μέσα στον άνθρωπο), μέσα από τις βιολογικές του, δηλαδή, λειτουργίες η διαχείριση των οποίων θα ήταν υπεύθυνη για εκείνο το τελευταίο ιστορικό καθήκον· την ευζωία[7]. Η αξίωση δικαιωμάτων για τα ζώα έρχεται, λοιπόν, να λειτουργήσει αντι-συμμετρικά και συμπληρωματικά. Η ζωικοποίηση του ανθρώπου συγκατοικεί με την παράλληλη ανθρωποποίηση του ζώου. Η ταύτιση του ανθρώπου με το βιολογικό του υπόβαθρο και η εισβολή των γυμνών-ζωικών του λειτουργιών στα εργαστήρια του πάλαι ποτέ ιστορικού του γίγνεσθαι συναντάει απροσδόκητα την αξίωση και απόδοση ιστορικού-δικαιικού προσώπου στο ‘απόλυτα ζωικό’ μέσα από το λόγο περί δικαιωμάτων των ζώων. Και εκείνο που προκαλεί αίσθηση είναι ο υπερτονισμός του ζωικού σε αυτό το δεύτερο σκέλος τούτης της συνάντησης. Γιατί αν τα δικαιώματα, πλέον, αφορούν το βιολογικό πεπρωμένο των μελών της κοινότητας και όχι το ίδιο το γεγονός της ιδιότητας τού να είναι μέλη της, δηλαδή την πολιτική τους εγγραφή-ιδιότητα (βλ. ξανά τη Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του 1789), τι να σημαίνει άραγε η αξίωση τέτοιων δικαιωμάτων για κάτι που ανέκαθεν ήταν καταδικασμένο να είναι βιολογικό/ζωικό και μόνο; Σε τι αποσκοπεί ένα τέτοιο πλεονάζον ζωικό φορτίο που δίνει την εντύπωση πως εξασφαλίζει για λογαριασμό των ζώων μία θέση στο συμβολικό κόσμο (των δικαιωμάτων άραγε;), σαν να επιχειρεί αντι-συμμετρικά να φωτίσει τον άνθρωπο μέσα στο ζώο; Και τι το απελευθερωτικό δύναται να κυοφορεί ένα πρόταγμα που επιστρέφει αυτό το πλεόνασμα πίσω στα ζώα με τη μορφή δικαιωμάτων θεμελιωμένων στη μοναδική τους ως τώρα βεβαιότητα, τη γυμνή τους, δηλαδή, βιολογικότητα; Η ανάγκη που γεννάει τη συζήτηση για τα ζώα δεν έχει να κάνει, λοιπόν, με την υπενθύμιση πως είναι και θα παραμείνουν τέτοια και επομένως ‘δικαιούνται δικαιωμάτων’, αλλά με τις πιθανότητες και δυνατότητες συμβολικής εξόδου από τη ζωική κατάσταση με τρόπους που δεν μπορούμε να προκαθορίσουμε. Αν οφείλουμε να κάνουμε λόγο για μία απόσταση ανάμεσα στον άνθρωπο και το ζώο, αξίζει ίσως να διεκδικούμε και να δοκιμάζουμε θέσεις-ανάμεσα που θα εξασφαλίζουν ένα άλλο νόημα όχι για το ζώο, πλέον, αλλά για τη σχέση ζώο-άνθρωπος. Ένα νόημα που θα γλιστράει μέσα σ’ αυτή την απόσταση και μία θέση που ενδέχεται να απαιτήσει από τον άνθρωπο να τη μοιραστεί, γεννώντας ένα νέο πολιτικό τόπο. Το αίτημα αυτού του τόπου δε θα είναι να περισυλλέξουμε ό,τι ανθρώπινο μπορεί να σωθεί μέσα στο ζώο ούτε αντίστροφα να εκθέσουμε το πόσο ζωικό είναι το βαθύ μας ανθρώπινο υπόβαθρο. Απεναντίας, θα φροντίζει να εξασφαλίσει τις συμβολικές συνθήκες για μία συνάντηση με το Άλλο ως τέτοιο και όχι ως προβολή του εαυτού μας σε αυτό, μέσα από τις αποστάσεις, δηλαδή, που προϋποθέτει και συνεπάγεται το Άλλο για να διασωθεί ως τέτοιο. Το σημείο από το οποίο εκκινεί, λοιπόν, τούτη η δεύτερη έκδοση αφορά την εγγραφή στην πολιτική κοινότητα μιας ζωής που δεν είναι ανθρώπινη, μιας ζωής για την οποία δε γνωρίζουμε ακόμα αν και με ποιον τρόπο δύναται να μετατραπεί σε πολιτικό βίο. Και αυτό το σημείο-ανάμεσα είναι που για τις ανάγκες της φιλοζωικής πολιτικής πράξης παράδοξα, ειρωνικά και για την ώρα διαφεύγει...

χρήστος φιλιππίδης

κoλεκτίβα λίλη, αύγουστος 2008



[1] Είναι χαρακτηριστική η προκλητική, για πολλούς, αντίθεση των ημερών μας στα πλαίσια της οποίας ζώα τυγχάνουν καλύτερης μεταχείρισης και απολαμβάνουν τις λεγόμενες συνθήκες δυτικής ευζωίας, όταν ταυτόχρονα σε πλήθος περιπτώσεων στα ίδια ή/και σε άλλα γεωγραφικά πλάτη και μήκη η ανθρώπινη ζωή δικαιούται μονάχα μία ανώνυμη πορεία και έναν ανώνυμο θάνατο, ένα θάνατο που δεν μπορεί να αξιώσει ούτε πένθος. Και το γεγονός του θανάτου συνιστά το κατεξοχήν παράδειγμα για να καταφανούν τούτες οι ασυμμετρίες. Η ανισότητα που χαρακτηρίζει την οριακή τούτη στιγμή της ζωής, δηλαδή το ίδιο της το τέλος, γεννάει ένα κενό νοήματος που εκτιθέμενο στο φως της συζήτησης για τα ζώα γίνεται ακόμη πιο αγεφύρωτο. Ο θάνατος του εργαζόμενου στους δίδυμους πύργους ύστερα από την επίθεση της 11ης Σεπτέμβρη 2001 είχε το προνόμιο να απολαύσει πλήρη επωνυμία. Η βαρύτητά του εκφράζεται σιγά-σιγά μέσα από τη λεπτομερή συλλογή προσωπικών στιγμών, κατακτήσεων και προσδοκιών που συνέθεταν τη ζωή του ως εκείνο το βίαιο τέλος της. Πρόκειται, λοιπόν, για ένα θάνατο που εκτίθεται στο φως της πλήρους ιστορικότητας αυτού που προηγήθηκε και τούτο είναι που συνιστά την επωνυμία του. Το νεκρό, απ’ την άλλη, σώμα του Αφγανού (πόσο δε μάλλον της Αφγανής) που κείτεται στη γη ύστερα από το βομβαρδισμό του χωριού του, μπορεί να γίνει κατανοητό μονάχα ως τέτοιο, ως ένα βιολογικό, δηλαδή, σημείο απογυμνωμένο εντελώς από την ιστορική του υπόσταση που το μόνο που μπορεί να αξιώνει είναι μία θέση σε μία λίστα άλλων τέτοιων ανώνυμων σωμάτων. Η ασυμμετρία αυτή που διατυπώνεται τόσο γλαφυρά ακριβώς γύρω από τη στιγμή του θανάτου αντιστοιχεί σε μία προφανή ασυμμετρία που εξελίσσεται, προ πολλού, κατά τη διάρκεια της ζωής και επιπλέον οργανώνεται γύρω από μεγαλύτερες εντάσεις όταν τη θέση του εργαζόμενου των δίδυμων πύργων καταλαμβάνει ένα ζώο. Ο θάνατος ενός ζώου, ο άξιος πένθους θάνατος, τονίζει πως αυτό έζησε ως μία ιστορική υπόσταση και πως με κάποιον τρόπο κατάκτησε μία συμβολική θέση στα πλαίσια της κοινότητας. Και υπό αυτή την προσέγγιση είναι που μία μη ανθρώπινη ζωή εντάσσεται στους κόλπους της κοινότητας, ενώ ταυτόχρονα άλλες ανθρώπινες ζωές οφείλουν να παραμείνουν αποκλεισμένες ή να εξοντωθούν. Το επίδικο αντικείμενο, λοιπόν, τούτης της παρεκτροπής είναι η διασαφήνιση των ηθικών όρων μέσω των οποίων νομιμοποιείται τούτη η κατακτημένη, για το ζώο, συμβολική θέση.

[2] Έχει σημασία να τονίσουμε, σε αυτό το σημείο, την ταυτόχρονη παρουσία διαφορετικών συστημάτων Λόγου μέσα στην Ιστορία, τα οποία οργανώνουν με αντίστοιχα ποικίλους τρόπους τις κοινωνίες-φορείς τους. Το εύρος τόσο των διαφορετικών συστημάτων σκέψης όσο και των συμβολικών διαδικασιών μέσω των οποίων αυτά τα συστήματα ενσαρκώνονται στα πλαίσια των λειτουργιών της κοινότητας, νοηματοδοτώντας την ίδια της την ύπαρξη, υποδεικνύουν έναν ιδιαίτερα πολύπλοκο τρόπο ανάγνωσης και κατανόησης του υπάρχοντος. Οι αποστάσεις που διατηρούν μεταξύ τους τούτα τα συστήματα Λόγου φαίνεται συχνά να συναγωνίζονται την κλίμακα των διαφορών που καταστατικά ορίζουν τη διάκριση ζώου/ανθρώπου, αίσθηση που θα έπρεπε να μας συνοδεύει σε πράξεις που, καταρχάς, εμπλέκουν τη ζωή του Άλλου. Όπου αυτό το Άλλο ενδέχεται να αφορά είτε ανθρώπινα υποκείμενα είτε άλλα έμβια όντα. Και όπου αυτή η αίσθηση-γνώση μπορεί να κατανοήσει και να οργανώσει, όπως φάνηκε παραπάνω, τόσο τη φθορά και αφαίρεση μίας ανθρώπινης ζωής στη βάση μίας συμβολικής προβολής και για τις ανάγκες πλήρωσης ενός νοήματος όσο και την ομότιμη ένταξη μίας μη ανθρώπινης ζωής στους κόλπους της κοινότητας στη βάση μίας κατάλληλης συμβολικής διαμεσολάβησης.

[3] Βλ. σχετικά το κείμενο της Paola Cavalieri - Animals: For an expanded theory of human rights, στο δικτυακό τόπο Re-public: re-imagining democracy, 18 Ιουνίου 2007

[4] Agamben Giorgio, The Open – Man and Animal, Stanford University Press, μτφρ. Attell Kevin, Stanford California, 2004, σελ.37

[5] Βλ. σχετικά το πολύ ενδιαφέρον βιβλίο Περί κενών δαιμονίων, ομάδα αυτομόρφωσης ενάντια στη βιοτεχνολογία της κυριαρχίας, Θεσσαλονίκη, 2008, σελ.29-38

[6] Το ίδιο ακριβώς ερώτημα επιχειρεί να διαπραγματευτεί και ο Giorgio Agamben μέσα από τη μελέτη του για την αινιγματική μορφή του Homo Sacer, εντοπίζοντας μία στιγμή-ορόσημο μέσα στην περιπετειώδη ανθρώπινη ιστορία που δεν είναι άλλη από τη Διακήρυξη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του 1789. Agamben Giorgio, Homo Sacer - Κυρίαρχη εξουσία και γυμνή ζωή, μτφρ. Τσιαμούρας Παναγιώτης, Scripta, Αθήνα, 2005, σελ.202

Ένα, επίσης, διαφωτιστικό παράδειγμα για να κατανοήσουμε την πολυπλοκότητα της συνομιλίας του πολιτικού με το ζωικό είναι οι περιπτώσεις ανθρωποφαγικών κοινοτήτων που η δυτική ανθρωπολογία συνάντησε φυσικά και πάσχισε να εξοντώσει συμβολικά στο πέρασμά της από τους ‘εξωτικούς’ της προορισμούς. Η συμπερίληψη της ζωής του εχθρού στα συμβολικά σπλάχνα της ανθρωποφαγικής κοινότητας μέσω της βρώσης του αποδεικνύει πως το φυσικό-βιολογικό που συνιστά το θεμέλιο λίθο της ύπαρξης θυσιάζεται και καταναλώνεται μέσα στα πλαίσια ενός συμβολικού οικοδομήματος και μόνο έτσι μπορεί να γίνει κατανοητό. Η φυσική ζωή του εχθρού είναι το συμβολικό του ισοδύναμο. Εδώ η ζωή θυσιάζεται για τους σκοπούς ενός συμβολικού σύμπαντος που διαχειρίζεται τις σχέσεις και τις ισορροπίες με τον Άλλο-Εχθρό, αναγκάζοντάς τον να εισβάλει στο εσωτερικό της κοινότητας και ύστερα καταναλώνοντάς τον. Τέτοια παραδείγματα αποδεικνύουν το γεγονός πως στον κόσμο των κοινωνικών ανταγωνισμών η ζωή (στη φυσική γυμνή της, δηλαδή, εκδοχή) δεν μπόρεσε να προτείνει πολιτικές-συμβολικές κατευθύνσεις. Η ζωή αφ’ εαυτής μπορεί μονάχα να υποδείξει το δρόμο της επιβίωσης. Αλλά η ριζοσπαστική ανθρωπολογία δείχνει, ήδη εδώ και μισό αιώνα, πως η επιβίωση δεν ήταν ποτέ αρκετή για τις κοινότητες και πως δεν μπορούσε ποτέ να καταστεί το επίκεντρο της κοινωνικής-συμβολικής τους εκδίπλωσης (σε πείσμα του περιβόητου ‘πολιτικού’ σλόγκαν του ΣΥΡΙΖΑ που για τις ανάγκες της τελευταίας προεκλογικής του καμπάνιας κραύγαζε «Ας κερδίσει η ζωή»). Έτσι εξηγείται το γιατί σε πλήθος κοινωνιών οι βασικές (βιολογικές-βιοτικές) ανάγκες (που παραδοσιακά συνιστούν τον κορμό του λόγου περί επιβίωσης) δεν εκφράζονταν και δεν ικανοποιούνταν ποτέ με τους ίδιους τρόπους, αλλά διαμεσολαβούνταν από ένα σύνολο συμβολικών διαδικασιών που υπερέβαινε κατά πολύ τη φαινομενικά κοινή τους υπαγωγή στο βασίλειο της αναγκαιότητας, προσδίδοντας, έτσι, διαφορετικές μορφές σ’ αυτές τις βιοτικές ανάγκες που υποθετικά συνιστούν μία αντικειμενική πανανθρώπινη βάση. Με άλλα λόγια, η ζωή δε νοούταν παρά μονάχα μέσα από το συμβολικό της τρόπο. Βλ. σχετικά τα πολύ ενδιαφέροντα κείμενα του Χρήστου Λυντέρη, Το πάθος για ανθρώπινη σάρκα: κανιβαλισμός, συμβιότητα και θήρευση και του Eduardo Viveiros de Castro Αντινάρκισσος, στο τέταρτο τεύχος του περιοδικού Flesh Machine, Αθήνα, άνοιξη 2008, σελ. 9-18

[7] Agamben, The Open – Man and Animal, ό.π., σελ.76-77

εται


Peter Singer

ETHICS & SOCIOBIOLOGY
THE ANIMAL LIBERATION MOVEMENT: ITS PHILOSOPHY, ITS ACHIEVEMENTS, AND ITS FUTURE.


μερικές τυπικές θέσεις των ευγονιστών φιλόζωων κ μια πρόχειρη απάντηση
(ως δρ. μένγκελ)
μερικά τυπικά προβλήματα υγείας λόγω στείρωσης

Παρασκευή 21 Νοεμβρίου 2008

μερικές σκέψεις σχετικά με την αξία της ζωής αυτής κάθε αυτής, της βιολογικοτητάς της.

Ο άνθρωπος, ή μάλλον η ανθρώπινη, μεταβλητή ανα το χρόνο, συνθήκη, σπάνια ασχολείται με την πραγματικότητα αυτή καθε αυτή. Αντίθετα, παρεμβαίνει σε αυτή σχεδόν πάντα μέσω του χειρισμού των συμβόλων με τα οποία την αναπαριστά. Κατ΄αυτή την άποψη, όλες οι πράξεις του έχουν πρωτίστως συμβολική αξία.
Εξ΄ου και -ενάντια σε κάθε λογική οικονομίας ή λειτουργισμού- η ενέργεια που έχει ξοδευτεί για το καθαρά συμβολικό: απο τις πυραμίδες και τα μνημεία, έως το πότλατς και απο την καλλιέργεια φυτών κ ζώων -που ενδέχεται να ξεκίνησε για συμβολικούς λόγους- έως την τέλεση μυστηρίων, ο άνθρωπος πάντα ξόδευε δυσανάλογα περισσότερη ενέργεια και πόρους απ΄ότι για καθαρά επιβιωσιακούς λόγους.
Οι θεραπευτές στην αφρική ή στην αιτή, βάζουν τα χέρια τους στα σωθικά των αρρώστων και ανασύρουν την ίδια την αρρώστεια (που μπορεί να έχει τη μορφή σκουληκιών π.χ.). Σύμφωνα με το σύστημα αναπαραστασής τους, η αρρώστεια έρχεται πάντα απ΄έξω: πρόκειται για πνεύματα, για βλαβερή επίδραση του Άλλου. Το συμβολικό τους σχήμα για τη θεραπεία, επιδρά ωστόσο άμεσα στο φυσικό κόσμο -και έχει κ αναμφίβολα θεραπευτικό αποτέλεσμα.
Είναι εξαιρετικά δύσκολο να μιλήσουμε για μια ζωή ελεύθερη απο τη συμβολική αναπαράστασή της. Η ίδια η εμπειρία μας είναι διαμεσολαβημένη απο τις αισθήσεις μας και οι αισθήσεις μας διαμεσολαβούνται απο την κουλτούρα μας, τα συμβολικά σχήματα εξήγησης του κόσμου.